- σαματάς
- 1) harmider (m) rzecz.2) szum (m) rzecz.3) wrzask (m) rzecz.4) wrzawa (f) rzecz.5) zgiełk (m) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
σαματάς — ο (λ. τουρκ.), θόρυβος, φασαρία, κραυγές: Αυτοί οι μαθητές κάνουν μεγάλο σαματά μέσα στην αίθουσα. – Γινόταν μεγάλος σαματάς και δεν ακούγαμε τίποτε. – Αυτός ο νέος όλο σαματάδες είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαματάς — ο, Ν 1. θόρυβος, ταραχή 2. συνεκδ. α) θορυβώδες γλέντι, πατιρντί β) συμπλοκή, καβγάς μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. samata] … Dictionary of Greek
ντόρος — ο 1. μεγάλος θόρυβος, αναστάτωση, οχλοβοή, σαματάς 2. φρ. «έκανε ντόρο» έκανε εντύπωση, προκάλεσε πάταγο («αυτό το κινηματογραφικό έργο έκανε ντόρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] … Dictionary of Greek
πατιρντί — και πατερντί και πατριντί, το άκλ. υπερβολικός και συγκεχυμένος θόρυβος από ομάδα ανθρώπων, αναστάτωση, φασαρία, σαματάς, αναταραχή, νταβατούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. patirdi] … Dictionary of Greek
σαματατζής — ο, θηλ. σαματατζού, Ν 1. αυτός που προκαλεί θόρυβο, ο θορυβοποιός 2. αυτός που επιδιώκει φιλονικίες, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαματάς + κατάλ. τζής (πρβλ. πλακα τζής)] … Dictionary of Greek
πατιρντί — το (λ. τουρκ.), μεγάλος θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση, αλλιώς σαματάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τύρβη — η βοή, θόρυβος, φασαρία, σαματάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)